μπα! — επιφώνημα που δηλώνει έκπληξη και απορία: Μπα! πώς από ’δω; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γκαμπόν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκαμπόν Έκταση: 267.667 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.308.500 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Λιμπρεβίλ (541.000 κάτ. το 2002)Κράτος της βορειοδυτικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Ισημερινή Γουινέα και το Καμερούν, Α και Ν με τη… … Dictionary of Greek
Эниан, Георгиос — Георгиос Эниан … Википедия
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… … Dictionary of Greek
βα — βᾱ (Α) 1. συντετμημένος τύπος κλητικής της λ. βασιλεύς («βασιλεῡ») 2. επιφών. μπα! (που μιμείται το βέλασμα του αρνιού) … Dictionary of Greek
επιφώνημα — Άκλιτο μέρος του λόγου που εκφράζει ένα συναίσθημα, όπως για παράδειγμα λύπη, ευχαρίστηση, θαυμασμό. Το ε. μπορεί να είναι ένας απλός φθόγγος, ο οποίος εκφράζει τη συγκινησιακή ταραχή και ποικίλλει ανάλογα με τον τύπο των συγκινήσεων και, φυσικά … Dictionary of Greek
κα — Ένα από τα στοιχεία που αποτελούν τον άνθρωπο, σύμφωνα με την αρχαία αιγυπτιακή θρησκεία. Τα στοιχεία αυτά ήταν αρχικά όλο το σώμα, έπειτα η ψυχή, την οποία φαντάζονταν σαν πουλί με ανθρώπινο κεφάλι (μπα), το πνεύμα (αχ) και τέλος, το κ.… … Dictionary of Greek
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek